Χένρι, Τζόζεφ

Χένρι, Τζόζεφ
(Henry, Όλμπανι, Νέα Υόρκη 1797 – Ουάσινγκτον 1878). Αμερικανός φυσικός. Φτωχός, από εργατική οικογένεια πήρε μόνο μια στοιχειώδη μόρφωση και ύστερα δούλεψε ως μαθητευόμενος κοντά σε έναν ωρολογοποιό· συνέχισε να σπουδάζει τις ελεύθερες ώρες του και πέτυχε την εισαγωγή του στην Ακαδημία του Όλμπανι, όπου εξαιτίας της ασυνήθιστης ευφυΐας του, μετά το τέλος των σπουδών του ονομάστηκε καθηγητής των μαθηματικών και της φυσικής. Στη συνέχεια κατέλαβε την έδρα της φυσικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Υπήρξε πρόεδρος της Ακαδημίας και του Εθνικού Συνδέσμου για την πρόοδο των επιστημών. Ο X. υπήρξε ο πρώτος που σκέφτηκε να επικαλύψει με μονωτικές ουσίες τους χάλκινους αγωγούς των πηνίων των ηλεκτρομαγνητών, επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο μεγάλες αποδόσεις για την εποχή εκείνη. Κατασκεύασε την πρώτη ηλεκτρομαγνητική συσκευή που τη χειριζόταν από απόσταση, η οποία συνετέλεσε κατά τρόπο αποφασιστικό στην εφαρμογή των ηλεκτρομαγνητών στον τηλέγραφο του Μορς. Μελέτησε τη διάλυση των αερίων μέσα σε υγρά και ο νόμος που διέπει το φαινόμενο αυτό πήρε το όνομά του. Η σημαντικότερη ανακάλυψη του X. υπήρξε αυτή του φαινομένου της αυτεπαγωγής. χένρι. Μονάδα αυτεπαγωγής στο σύστημα μονάδων Τζόρτζι. Είναι ο συντελεστής αυτεπαγωγής ενός αγωγού ή ενός πηνίου στο οποίο αναπτύσσεται μία ηλεκτρεγερτική δύναμη ενός βολτ, όταν η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το πηνίο ή τον αγωγό μεταβάλλεται κατά ένα αμπέρ ανά δευτερόλεπτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… …   Dictionary of Greek

  • Γκίλμπερτ, Τζόζεφ Χένρι — (Joseph Henry Gilbert, Χαλ 1817 – Χάρπεντεν 1901).Άγγλος χημικός και αγρονόμος. Εργάστηκε ως βοηθός στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου και διακρίθηκε για τις έρευνές του στη γεωργική χημεία. Σε συνεργασία με τον Τζον Λόους, το 1843, αντικατέστησε τη… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Κρέιν, Στίβεν — (Stephen Crane, Νιούαρκ, Νιου Τζέρσεϊ 1871 – Μπάντενβαϊλερ 1900). Αμερικανός συγγραφέας. Ανήκει στη γενιά του πρώιμου νατουραλισμού, που αναπτύχθηκε στην Αμερική ως επίγονος του γαλλικού νατουραλισμού και της βιομηχανικής αναταραχής την τελευταία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”